- μαστίχα
- η1. αλκοολούχο ποτό αρωματισμένο με μαστίχα.2. γλυκό που περιέχει μαστίχι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… … Dictionary of Greek
μαστιχάτου — μαστιχά̱του , μαστιχᾶτον mastich wine neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίχαι — μαστίχᾱͅ , μαστίχη mastich fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιχάτος — ή, ό 1. αυτός που περιέχει μαστίχα 2. αυτός που μοιάζει με μαστίχα, αρωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + κατάλ. άτος*] … Dictionary of Greek
μαστιχένιος — α, ο αυτός που έχει παρασκευαστεί από μαστίχα ή με μαστίχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
μαστιχομαζώματα — τα η εποχή κατά την οποία μαζεύουν τη μαστίχα («στα μαστιχομαζώματα θε νά ρτω στο χωριό σου», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + μαζώματα (< μαζώνω)] … Dictionary of Greek
μαστιχοφόρος — α, ο, θηλ. και ος αυτός που παράγει μαστίχα («σχίνος η μαστιχοφόρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Θ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
мастика — мазь; смола (фисташкового дерева) , др. русск. мастика, Хож. игум. Дан. 6, Грефен. 2, Зосима (1420 г.); см. Чтения, 1871, No1, стр. 18. Из греч. μαστίχη жевательная смолка , нов. греч. μαστίχα; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 123; ИОРЯС 12,2, 255; Преобр … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Uromastyx — Taxobox name = Uromastyx ITIS|ID=209040|taxon=Uromastyx|year=2008|date=16 September] image width = 250px image caption = Submitted as Uromastyx dispar , though most likely a male U. maliensis regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Reptilia … Wikipedia
Mastika — Greece s Chio Masticha Ouzo and Masticha Liqueur Mastika Greek: μαστίχα, mastícha; (Bulgarian: мастика, mastika; Macedonian: мастика, mastika) is a liquor seasoned with mastic, a resin gathered from the mastic tree, a small evergreen tree native… … Wikipedia